- αβοκάντο
- avocat
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αβοκάντο — Καρπός του δέντρου του γνωστού με την επιστημονική ονομασία περσέα η αμερικανική ή περσέα η ηδύκαρπος. * * * το (Boταν.) κοινή ονομασία αείφυλλου δέντρου, γνωστού και με το όνομα βουτυρόδεντρο (βοτανική ονομασία: Persea americana τού γένους… … Dictionary of Greek
περσέα — Bλ. λ. αβοκάτο. * * * η, ΝΜΑ και περσαία και περσεία και περσείη και περσίη Α νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τών τροπικών περιοχών και κυρίως τής Νότιας Αμερικής, με φύλλα δερματώδη και αρωματικά που ανήκει στην οικογένεια… … Dictionary of Greek
λαουρίδες — (lauridae). Οικογένεια δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών, της τάξης των λαουρωδών. Oι ιστοί του φλοιού και των φύλλων των λ. περιέχουν πολυάριθμα κύτταρα, με αιθέρια έλαια και σπανιότερα με κομμεορητίνες. Έχουν εναλλασσόμενα φύλλα, συνήθως δερματώδη… … Dictionary of Greek